(Τι οδήγησε στην απόπειρα αποπομπής των οικονομικών εισαγγελέων με νομοθετική ρύθμιση;)
του Ραφαήλ Μεν. Μαϊόπουλου
1. Η απόπειρα για νομοθετική ρύθμιση με την οποία θα απομακρύνονταν από τη θέση του οικονομικού εισαγγελέα οι αντεισαγγελείς Εφετών κ.κ. Γρ. Πεπόνης και Σπ. Μουζακίτης είναι η αιτία των όσων κακών έχουν συμβεί στην «υπόθεση των οικονομικών εισαγγελέων» και αυτών που ίσως επακολουθήσουν.
Η νομοθετική αυτή ρύθμιση, με την οποία παρακάμπτονταν το (11μελές) Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, επιχειρήθηκε παρά τις αντιρρήσεις που είχαν εκφράσει, όταν για πρώτη φορά τέθηκε το θέμα, όχι μόνο οι οικονομικοί εισαγγελείς αλλά και οι κ.κ. Νικολούδης και Διώτης (αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, πρόεδρος της Αρχής για την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος και αντεισαγγελέας Εφετών, γραμματέας του ΣΔΟΕ, αντίστοιχα), οι οποίοι υποστήριζαν ότι η υπάρχουσα κατάσταση λειτουργεί αποδοτικά και συνεπώς δεν πρέπει να υπάρξουν αλλαγές.
Τις αντιρρήσεις αυτές των ανώτατων εισαγγελέων τις είχε στη συνέχεια επαναλάβει και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Τέντες.
Την έντονη διαφωνία της για την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου έχει εκφράσει και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, με μια αυστηρή και εύγλωττη ανακοίνωση: «Είναι απορίας άξιον, τι οδήγησε το υπουργείο Οικονομικών να επιθυμεί να προβεί, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, στην αλλαγή αυτή του νομοθετικού πλαισίου και στην αντικατάσταση των εν λόγω εισαγγελικών λειτουργών, δεδομένου ότι ο θεσμός, υπό το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα απολύτως ικανοποιητικά».
2. Απάντηση στο καταλυτικό αυτό ερώτημα –«τι οδήγησε...;»– δεν έχει δοθεί από τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Μ. Παπαϊωάννου, που ξεκίνησε και συνεχίζει την επιχείρηση απομάκρυνσης των δύο οικονομικών εισαγγελέων, ούτε έχει αναζητηθεί από τα “δραστήρια” σε άλλες περιπτώσεις ΜΜΕ.
(α) Αντί για απάντηση στο ερώτημα αυτό, ο κ. Παπαϊωάννου αρκείται:
- να μας δώσει μια πληροφορία: «η νομοθετική πρωτοβουλία” (για την αντικατάσταση των δύο εισαγγελέων) “αποτελεί δικαίωμα της Κυβέρνησης”.
Μα, κε Υπουργέ, το ζήτημα δεν είναι “αν είχατε” το δικαίωμα (ποιος το αμφισβητεί αυτό;), αλλά “αν αιτιολογημένα το ασκήσατε” –“τι σας οδήγησε” στην άσκησή του– στην περίπτωση των δύο εισαγγελέων.
- να υποβάλει ένα ρητορικό ερώτημα: «Μήπως οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και ο επικεφαλής τους εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχουν μικρότερο ζήλο, παρέχουν περιορισμένα εχέγγυα ανεξαρτησίας και είναι επιρρεπείς στη συγκάλυψη οικονομικών εγκλημάτων;”
Λυπούμαστε, κε Υπουργέ, αλλά το ερώτημά σας αυτό μόνο ως δικολαβικό ευφυολόγημα μπορεί να εκληφθεί. Οι δικαστικοί που σας έχουν κατακρίνει για την προώθηση του επίμαχου νομοσχεδίου δεν εξέφρασαν εκείνο που επιχειρείτε να τους αποδώσετε με το ρητορικό σας αυτό ερώτημα. Η άποψή τους είναι καθαρά και ξάστερα διατυπωμένη και δεν επιδέχεται παρερμηνείες!
(β) Η σιωπή των ΜΜΕ στο θέμα του αναπάντητου ερωτήματος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (“τι οδήγησε” στην επιθυμία για αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου;).
- Σαράντα ολόκληρα λεπτά είχαν μαζί τους τον κ. Παπαϊωάννου, στο MEGA στις 27 Ιανουαρίου, οι κ.κ. Καμπουράκης και Οικονομέας και, παρά την “ειδικότητα (που έχουν) να αγριεύουν σε υπουργούς” (κατά δήλωση του πρώτου), δεν άρθρωσαν λέξη για το νομοσχέδιο της εκπαραθύρωσης των εισαγγελέων ούτε για το, αναπάντητο από τον Υπουργό, ερώτημα “τι οδήγησε” στο νομοσχέδιο αυτό!
- Σε άρθρο του στην “Καθημερινή”, στις 24 Ιανουαρίου, ο κ. Μπ. Παπαδημητρίου ούτε ένα σχόλιο δεν κάνει για το “αναπάντητο ερώτημα”. Για τον οικονομικό εισαγγελέα, όμως, τολμά και γράφει: “παρακίνησαν (ποιοι;) τον τραχύ οικονομικό εισαγγελέα να μετατρέψει τη Δικαιοσύνη από κριτή σε εκτελεστή”! (ο ίδιος, στην ίδια εφημερίδα τον Αύγουστο 2008, έγραφε: “…στα μάτια των πολλών, ανώτατοι δικαστικοί συμπεριφέρονται ως ‘χανουμάκια των πολιτικών’ ”!)
3. Η κατά των δύο οικονομικών εισαγγελέων επίθεση του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Παπαϊωάννου εντείνεται μετά το πέρας, στις 19 Ιανουαρίου, της έρευνας του αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Φ. Μακρή.
(α) Τη μέρα ακριβώς που εκδόθηκε το πόρισμα του κ. Μακρή, ο κ. Παπαϊωάννου επιτίθεται δημόσια και με σφοδρότητα εναντίον των δύο οικονομικών εισαγγελέων, λέγοντας ότι «έπληξαν το κύρος της Δικαιοσύνης με συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές» (“τις δικαιοπολιτικά ατεκμηρίωτες και ουσιαστικά αστήρικτες αρχικές τους καταγγελίες, οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν” και “την απρόκλητη αμφισβήτηση της νομοθετικής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης και, κυρίως, την διαστρέβλωση του περιεχομένου της»).
Αλήθεια, κε Υπουργέ, τι υπηρετούσαν και σε τι χρησίμευαν οι δηλώσεις σας αυτές;
(β) Στις 24 Ιανουαρίου, τέσσερις μέρες μετά την προώθηση του φακέλου της ΕΛΣΤΑΤ στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου από τον κ. Πεπόνη, με την πρότασή του ο φάκελος να διαβιβαστεί στη Βουλή, ο κ. Παπαϊωάννου ζητάει από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο την αντικατάσταση των δύο οικονομικών εισαγγελέων κ.κ. Πεπόνη και Μουζακίτη, ΕΠΕΙΔΗ:
- προέβησαν σε καταγγελίες για παρεμβάσεις στο έργο τους για την απόδειξη των οποίων “δεν προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία”,
- «αμφισβητούν την από το σύνταγμα κατοχυρωμένη αρμοδιότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας της εκτελεστικής εξουσίας» και επίσης «τη δυνατότητα άσκησης των καθηκόντων του οικονομικού εισαγγελέα από ανώτατο εισαγγελέα».
Δεν σκεφτήκατε, κε Υπουργέ, ότι η πράξη σας αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί ως πράξη αντεκδίκησης κατά του τολμητία εισαγγελέα και προειδοποίησης προς τους διαδόχους του;
Για το “Επειδή” του αιτήματός σας, επιτρέψτε μας να πούμε πως, πρώτο, εμείς στα κείμενα που διαβάσαμε/ακούσαμε στα ΜΜΕ δεν βρήκαμε την “αμφισβήτηση” που σεις αναφέρετε και, δεύτερο, τα “αποδεικτικά στοιχεία” θα τα προσκόμιζαν οι εισαγγελείς, αν τους αφήνατε να ολοκληρώσουν την έρευνα. Η αλήθεια είναι ότι όλοι μας, και αυτοί που τα ζητούσαν, ξέραμε ότι “αποδεικτικά” στοιχεία δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν στο τωρινό στάδιο της έρευνας. (Με την ευκαιρία, άλλες περιπτώσεις δικαστικών λειτουργών που να έχουν πει δημόσια ότι γίνονται παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη δεν υπάρχουν; Αν υπάρχουν, τι έγινε σ’ αυτές τις περιπτώσεις;).
4. Τρία ερωτήματα για τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Μ. Παπαϊωάννου…
(α) Δεν θα ήταν καλύτερο για όλους –τη Δικαιοσύνη, την Κυβέρνηση, τη Χώρα– αν περιοριζόσασταν στη (μοναδική) δήλωση “Από τη στιγμή που η Δικαιοσύνη έχει επιληφθεί του θέματος ουδείς δικαιούται να ομιλεί” και, στη συνέχεια, αναμένατε τις τελικές αποφάσεις της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και, μετά απ’ αυτές, ενεργούσατε τα νόμιμα, χωρίς πολεμικές δηλώσεις και κοινότοπες “διακηρύξεις”;
(β) Γιατί την (προαναγγελθείσα) απομάκρυνση των δύο εισαγγελέων – που εσείς, και όχι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, έχετε αποφασίσει– δεν την υλοποιείτε ο ίδιος με νομοθετική ρύθμιση, όπως είχατε αρχικά σχεδιάσει, αλλά μπλέκετε τους δικαστές στο σοβαρό πρόβλημα που εσείς, και όχι η Δικαιοσύνη, έχετε προκαλέσει;
(γ) Όσα αναφέρετε στο αίτημά σας προς το ΑΔΣ αποτελούν επαρκή αιτιολογία για την αντικατάσταση των δύο οικονομικών εισαγγελέων, οποίοι, κατά γενική ομολογία, κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους έχουν επιδείξει πλήρη επαγγελματική επάρκεια, εντιμότητα και θάρρος; (“μάχιμοι”, “αυστηροί”, “αδιάφθοροι”, “αμερόληπτοι και αντικειμενικοί”, “έχτισαν τη σταδιοδρομία τους βήμα-βήμα, κάνοντας αισθητή την παρουσία τους στις θέσεις από τις οποίες πέρασαν”, “(στις πρόσφατες έρευνές τους) έφεραν εις πέρας τεράστιο όγκο εργασίας, παρά τις δυσχερείς συνθήκες υπό τις οποίες ασκούσαν τα καθήκοντά τους”, “ήσαν ιδιαίτερα αποδοτικοί και αποτελεσματικοί”, ιδού πώς τους βλέπουν –και το έχουν δημόσια πει– οι γνωρίζοντες πρόσωπα και πράγματα στον χώρο της Δικαιοσύνης).
Γιατί τα ξεχνάτε (;) όλα αυτά, γιατί ξεχνάτε το μείζον και στέκεστε στο έλλασσον, στο εξαιρετικά αδύνατο “επειδή” του αιτήματός σας;
Αυτούς τους εισαγγελείς θέλετε να απομακρύνετε από τη θέση του οικονομικού εισαγγελέα, όταν μάλιστα ερευνούν εξαιρετικά σοβαρές, πολιτικά και οικονομικά, υποθέσεις, στις οποίες ενδέχεται να είναι μπλεγμένοι και πολιτικοί/στελέχη και του δικού σας κόμματος (δανεισμός κομμάτων, υπερβάσεις απορρήτων δαπανών του Υπουργείου Εξωτερικών, λαθρεμπόριο καυσίμων, μεγάλη φοροδιαφυγή, μεγαλοοφειλέτες Δημοσίου, υποβρύχια, ΕΛΣΤΑΤ, συμβάσεις μεταφοράς κινδύνου αθέτησης υποχρεώσεων (CDS) κ.λ.π);
5. … και ένα δικό μας συμπέρασμα.
Όταν, κε υπουργέ Δικαιοσύνης, συνεχίζετε, εσείς οι πολιτικοί, να συμπεριφέρεσθε απέναντι στους λειτουργούς της Δικαιοσύνης με τον τρόπο που συμπεριφερόσασταν μέχρι σήμερα –να τους κατηγορείτε, όταν οι αποφάσεις τους δεν σας ευνοούν, και να τους υμνείτε, όταν σας ευνοούν (με πρόσχημα πάντα το “και οι κρίνοντες κρίνονται”)– δείχνετε πως, στην πραγματικότητα, εξακολουθείτε και σήμερα να θέλετε όχι μια ανεξάρτητη αλλά μια “πρόθυμη” Δικαιοσύνη!