Στον ΧΡΟΝΗ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ
Δέκα μήνες πριν είχε προβλέψει ότι η Ελλάδα οδηγείται σε μια βαθύτατη ύφεση με τα μέτρα που επιβάλλονται, ενώ θεωρούσε πως η Γερμανία ήταν συνυπεύθυνη για την κρίση στη χώρα μας.
Σήμερα, με ένα νέο δανειακό πακέτο υπό σχεδιασμό και περαιτέρω μέτρα αυστηρής λιτότητας, ο διακεκριμένος γερμανός οικονομολόγος Γκούσταβ Χορν παραμένει απαισιόδοξος για τις προοπτικές της Ελλάδας. Παρά ταύτα, θεωρεί πως υπάρχουν τρόποι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση σε όλη την ευρωζώνη και να αποφευχθεί η χρεοκοπία της χώρας, μια εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάρρευση του ευρώ.
Το γερμανικό Κοινοβούλιο ψήφισε την προηγούμενη εβδομάδα υπέρ της έγκρισης ενός επιπλέον σχεδίου διάσωσης για την Ελλάδα υπό τους όρους που σχεδιάστηκαν από τον υπουργό Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Οι όροι αυτοί απαιτούν τη συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών, πολιτική που απορρίπτει η ΕΚΤ. Θα είναι τελικά η Γερμανία ή η ΕΚΤ που θα κάνει πίσω;
Νομίζω ότι η Γερμανία έχει ήδη κάνει πίσω, καθώς ο υπουργός Οικονομικών υπογράμμισε ότι η Γερμανία απαιτεί απλώς μια εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων. Αυτό είναι ένα είδος πολιτικής συμβολισμού, που στοχεύει να καθησυχάσει το γερμανικό κοινό. Πρέπει να προσθέσουμε ότι η δημόσια κατακραυγή στη Γερμανία, όσον αφορά την περαιτέρω στήριξη προς την ελληνική οικονομία, έχει αναμοχλευθεί από την ίδια τη γερμανική κυβέρνηση. Εν μέρει, η κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ είναι όμηρος της δικής της ρητορικής και με τον τρόπο αυτό έχει δημιουργήσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση, όχι μόνο για τη Γερμανία και την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την ευρωζώνη.
Ακόμα κι αν η Γερμανία επέβαλλε τη βούλησή της και εφαρμοζόταν μια ανταλλαγή ομολόγων, δίχως την ΕΚΤ να απορρίπτει το ελληνικό κρατικό χρέος ως εγγύηση, μια τέτοια κίνηση δεν θα μείωνε το ύψος του χρέους. Συνεπώς, δεν θα καταλήξει κι αυτό το σχέδιο διάσωσης σε αποτυχία, ακριβώς όπως το προηγούμενο;
Το αποτέλεσμα όλων των μέτρων που λαμβάνονται εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη μακροπρόθεσμη αξιοπιστία τους σχετικά με τη σταθερότητα της ευρωζώνης. Η σημερινή τακτική, όπου τη μια στιγμή βάζουμε το πόδι στο φρένο και την επομεένη στο γκάζι, δεν βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, βρισκόμαστε στα πρόθυρα της αποσταθεροποίησης της ευρωζώνης, αφού σε όλα τα κράτη- μέλη η πολιτική για τη στήριξη της ευρωζώνης χάνει έδαφος και ευρωσκεπτικιστικά κινήματα αποκτούν όλο και δυναμικότερη φωνή.
Υπάρχει ο κίνδυνος ότι ούτε στη Γερμανία και τις άλλες ισχυρές χώρες, αλλά και ούτε και στην Ελλάδα, θα αποδεχθεί η κοινή γνώμη περαιτέρω μέτρα σταθεροποίησης. Αυτό θα σήμαινε το τέλος του ευρώ. Συνεπώς, μια μακροπρόθεσμη στρατηγική πρέπει να εφαρμοστεί. Οι πολιτικοί πρέπει να εξηγήσουν στους λαούς τους, και φυσικά στην Ελλάδα, ότι οι οικονομίες έχουν εισέλθει σε δύσκολες περιόδους και απαιτούνται μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτό χρειάζεται χρόνο και υπομονή. Δεν μπορούμε να αναμένουμε αποτελέσματα σε λιγότερο από δύο ή τρία χρόνια. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αποδείξει ότι έχει εισέλθει στο στάδιο των μεταρρυθμίσεων της οικονομίας. Σε μια τέτοια κατάσταση, μια βραχυπρόθεσμη πολιτική λιτότητας με πολύ αρνητικά αποτελέσματα, όπως αυτά που βλέπουμε σήμερα, θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Μια πολιτική προς την αύξηση της ζήτησης και την ανάπτυξη είναι εκτός μόδας στη Γερμανία. Τα υπερχρεωμένα κράτη στην ευρωζώνη, όπως η Ελλάδα, αναγκάζονται να εφαρμόσουν σειρά δρακόντειων μέτρων λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας εν μέσω οικονομικής οπισθοχώρησης. Δεν θα καταδικάσουν αυτές οι πολιτικές την Ελλάδα σε μόνιμη οικονομική κρίση;
Με δεδομένο το τεράστιο ύψος του χρέους και την ανεπαρκή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η χώρα δεν μπορεί να ακολουθήσει μια επεκτατική πολιτική ζήτησης. Από την άλλη μεριά, η λιτότητα δεν είναι επίσης η σωστή απάντηση, καθώς έχει ήδη οδηγήσει σε σημαντική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και έχει κάνει πιο δύσκολη τη μείωση του χρέους. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να μετατοπίσει δαπάνες από τη δημόσια κατανάλωση προς τις επενδύσεις. Η ζήτηση πρέπει να έρθει από το εξωτερικό, κυρίως από μέλη της ευρωζώνης. Αυτό υποχρεώνει τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν επεκτατική οικονομική πολιτική.
Η Αγκελα Μέρκελ είπε ότι «δεν μπορούμε να δεχτούμε μια ανεξέλεγκτη πτώχευση μιας χώρας». Γιατί είναι η Γερμανία, η ΕΚΤ και η Ε.Ε. γενικότερα τόσο απρόθυμες να δεχθούν ένα ουσιαστικό κούρεμα του κυρίαρχου χρέους για τις χώρες που μαστίζονται από δυσθεώρητα βάρη; Σε τελική ανάλυση, η πρόσφατη ιστορία είναι γεμάτη περιπτώσεις χωρών που προέβησαν σε... κουτσούρεμα του χρέους τους ή σε ολική στάση πληρωμών, προκειμένου να αποκτήσουν μια άλλη ευκαιρία για ανάκαμψη.
Πτώχευση δημοσίου χρέους είναι αναπόφευκτη μόνο εάν μια χώρα είναι βαριά υπερχρεωμένη με ξένο νόμισμα. Το ευρώ δεν είναι ένα ξένο νόμισμα για την Ελλάδα. Συνεπώς, με τη στήριξη του ευρωπαϊκού μηχανισμού και της ΕΚΤ, μπορεί να αποφευχθεί μια πτώχευση. Ενα κούρεμα θα οδηγούσε σε μεγάλη υποτίμηση των ελληνικών τραπεζών. Ισως και να κατέρρεε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον, υπάρχουν εύλογοι φόβοι για επιπτώσεις από τυχόν μετάδοση στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία. Στο τέλος, θα μπορούσε να προκύψει μια συνολικά ανεξέλεγκτη κατάσταση εξαιτίας της πτώχευσης της Ελλάδας.
Η Αγκελα Μέρκελ δήλωσε όντως πως το ευρώ θα βρισκόταν σε κίνδυνο εξαιτίας μιας πτώχευσης της Ελλάδας, αλλά η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας προέβη στη συνέχεια σε μια δήλωση που διαφωνούσε με ένα τέτοιο ενδεχόμενο...
Η καγκελάριος έχει δίκιο και η γερμανική Κεντρική Τράπεζα σφάλλει στην εκτίμησή της. Με την Ελλάδα χρεοκοπημένη, οι χρηματαγορές θα ξεκινούσαν αμέσως τις εικασίες για το ποια χώρα θα ήταν η επόμενη. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τα μέτρα που θα χρειαζόντουσαν για τη σταθεροποίηση της ευρωζώνης θα ήταν ακόμα πιο δύσκολα από αυτά που απαιτούνται για τη στήριξη της Ελλάδας και η πολιτική στήριξη θα ήταν πλέον πολύ δύσκολη υπόθεση. Η διάλυση της ευρωζώνης θα ήταν στη συνέχεια μια πολύ πιθανή εξέλιξη.
Από τη δική σας σκοπιά, ποια είναι η εναλλακτική λύση για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης και της κρίσης του ευρωπαϊκού χρέους γενικά;
Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μια στρατηγική απόφαση που δεν θα επιτρέπει καμία κρατική πτώχευση στην ευρωζώνη, εφόσον το χρέος είναι σε ευρώ. Οι χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα δημόσιου χρέους θα στηριχθούν μέσω πίστωσης με πολύ χαμηλά επιτόκια και με μια προϋπόθεση. Η προϋπόθεση είναι ότι θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους και θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους προς τους πληθωριστικούς στόχους της ΕΚΤ, με τον πληθωρισμό να βρίσκεται κοντά στο 2% στο μέλλον. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στους τρέχοντες ισολογισμούς να επιστρέψουν σε σταθερή κατάσταση. Τότε, το ελληνικό κράτος θα ήταν σε θέση να επιστρέψει στις χρηματοαγορές, για να επαναχρηματοδοτήσει το υπόλοιπο του χρέους. Η ανακοίνωση μιας τέτοιας πολιτικής θα οδηγούσε σε αύξηση της εμπιστοσύνης για τη σταθερότητα της ευρωζώνης και σε μείωση του ρίσκου.