Το αδιέξοδο όπου βρίσκεται αυτή τη στιγμή η χώρα δε μπορεί να ξεπεραστεί, αν δεν αποκτήσει ξανά φωνή, αλλά και πολιτική υπόσταση, ο φυσικός πλειοψηφικός χώρος μιας δημοκρατικής Ελλάδας, το Κέντρο.
Προϋπόθεση για να αποφύγει η Ελλάδα την επερχόμενη καταστροφή είναι να αλλάξει το άρρωστο κομματικό σύστημα που σημαίνει να συμβεί ένα, ή και τα δύο, από τα παρακάτω: να εξυγιανθούν ριζικά τα μεγάλα κόμματα, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό—φοβάμαι όμως ότι ο βαθμός αυτός ίσως να είναι πολύ μικρός—και να δημιουργηθούν καινούργια, ίσως ενσωματώνοντας και κάποιες από τις υγιέστερες δυνάμεις των παλαιών, που θα επιτρέψουν σε νέους ανθρώπους, με νέο ήθος και πραγματικές ικανότητες, να μπουν στην πολιτική σκηνή. Γιατί μόνο με τα υπάρχοντα κόμματα και το υπάρχον ανθρώπινο υλικό, ως έχει, δε μπορεί να γίνει τίποτε καλό. Καλή ομελέτα με κλούβια αυγά δε φτιάχνεται· παρομοίως, δε γίνεται καλή πολιτική με κακά κόμματα και κακούς πολιτικούς.
Πώς όμως θα αλλάξει το άρρωστο κομματικό σύστημα; Τι είναι αυτό που θα επιτρέψει τις αλλαγές που η συντριπτική πλειοψηφία των σήμερα ενεργών πολιτικών δε θέλει, ή δε μπορεί—ή, συνηθέστερα, και τα δύο—να κάνει; Κατά τη γνώμη μου, για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν οι αλλαγές αυτές πρέπει προηγουμένως να εκφραστεί με ισχυρή φωνή ο χώρος που σε κάποιες φάσεις της νεότερης ιστορίας μας αποκαλούνταν, και σωστά, «κεντρώος». Δε μιλώ εδώ για ένα νέο πολιτικό κόμμα ή, σωστότερα, δε μιλώ μόνο για κάτι τέτοιο. Μιλώ για κάτι βασικότερο, την απαραίτητή του προϋπόθεση. Γιατί ο χώρος του Κέντρου δεν ορίζεται πρωτίστως κομματικά, αλλά πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά, και για να υπάρξει ένα νέο κόμμα με προοπτική, πρέπει να ξέρουμε, και να ξέρει, ποια είναι η κοινωνική πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική κατηγορία που εκφράζει.
Ο χώρος του Κέντρου αποτελεί στη σημερινή Ελλάδα προβληματική έννοια. Κάποιοι τον επικαλούνται, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς εννοούν, κάποιοι, όπως ο Διογένης με το φανάρι, τον αποζητούν γύρω τους, εις μάτην, κάποιοι τον αναπολούν με νοσταλγία, άλλοι τον λοιδωρούν, ενώ τέλος μερικοί—κυρίως τα κόμματα εξουσίας, που έχουν κάθε συμφέρον γι’ αυτό—θέλουν να τον υποβαθμίσουν ως αναχρονισμό, μια έννοια ληγμένη. Κι όμως, ο κεντρώος χώρος είναι αυτός που κατοικείται από το μεγαλύτερο αριθμό των πολιτών, που αντιπροσωπεύει δηλαδή τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνίδων και των Ελλήνων, των μέσων, εργατικών, μετριοπαθών, πολιτικά αφανάτιστων πολιτών, χωρίς παρά ταύτα να τολμά να ομολογήσει το όνομά του. Έτσι, το να ξαναορίσουμε το νόημα της έννοιας «Κέντρο», και μέσα από τον ορισμό να της ξαναδώσουμε φωνή, είναι σήμερα πιο απαραίτητο παρά ποτέ.
Μια από τις ιδιομορφίες του πολιτικού Κέντρου είναι ότι ορίζεται πάντα ευκολότερα ως αντίθεση στα άκρα, παρά αυτόνομα, ως το τι είναι το ίδιο—αυτό άλλωστε μαρτυρεί και η ονομασία του. Κι εδώ είναι απαραίτητη μια πρόχειρη ιστορική αναδρομή:
Η έννοια του Κέντρου γίνεται κυριαρχική στην πολιτική ζωή ουσιαστικά μετά τον Εμφύλιο, καθώς στη διάρκειά του, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει χωριστεί σε δύο μόνο παρατάξεις: το ΚΚΕ και τους συμμάχους του από τη μια, και όλους τους άλλους από την άλλη—το Κέντρο ενσωματώνεται φυσικά στη δεύτερη κατηγορία. Στην περίοδο από το τέλος του Εμφυλίου ως την απριλιανή Δικτατορία, το 1967, το Κέντρο ορίζεται μέσω μιας διπλής αντίθεσης: αφ’ ενός από μια Αριστερά που ήταν τότε, πότε περισσότερο-πότε λιγότερο φανερά, ευθυγραμμισμένη με τη στρατηγική του Σοβιετικού μπλοκ, χωρίς να αποτάξει, ούτε στην ηπιότερη εκδοχή της, την ΕΔΑ της δεκαετίας του 1960, τον αντιδυτικό χαρακτήρα που αυτή η ένταξη επέβαλλε· και αφ’ ετέρου από μια Δεξιά που τη χαρακτήριζαν η τυφλή προσάρτησή της στο άρμα του Παλατιού, αλλά και ο ιδεολογικού τύπου εθνικισμός και αντικομμουνισμός. Κατοικώντας το μέσο χώρο, το Κέντρο είχε ταυτόχρονα και κάποια σημεία επαφής με τα δύο άκρα που αρνιόταν: με την Αριστερά, το έφερνε κοντύτερα μια λιγότερο συντηρητική πολιτισμική στάση (δημοτικισμός, άρνηση της εθνικιστικής και ακραία αντικομμουνιστικής ρητορικής), καθώς και η επιδίωξη των ίσων ευκαιριών και του κοινωνικού κράτους, ενώ με τη Δεξιά το ένωνε ο φιλοδυτικός προσανατολισμός, και η κοινή πίστη στην αστική δημοκρατία ως αντίθεση του μαρξιστικού ολοκληρωτισμού. Με δυο λόγια, το Κέντρο εκείνα τα χρόνια οριζόταν—έστω και αν δεν το δήλωνε πάντα με αυτούς τους σαφείς όρους—ως ένας πολιτικός χώρος ταυτόχρονα αντι-αριστερός και αντι-δεξιός, ως ταυτόχρονη άρνηση και των δύο άκρων, που όμως αφομοίωνε κάποια μη-ακραία χαρακτηριστικά και των δυο. Αλλά καθώς ο κύριος εκλογικός αντίπαλος του Κέντρου, από το τέλος του Εμφυλίου και ως το 1967, ήταν η Δεξιά, η ταυτότητα του οριζόταν πιο έκδηλα από την αντίθεσή του σε αυτήν, παρά την Αριστερά. (Παρά ταύτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το προδικτατορικο Κέντρο παρέμεινε επί της ουσίας εξ ίσου αντι-αριστερό όσο και αντι-δεξιό, που τότε σήμαινε, κυρίως, αντικομμουνιστικό.) Τέλος, στο βαθμό που η ταυτότητά του οριζόταν θετικά, και όχι εκ των αντιθέσεών του, το προδικτατορικό Κέντρο ήταν ένας χώρος που αντλούσε τη δύναμή του από την πίστη στη φιλελεύθερη δημοκρατία και την ένταξη στη Δύση.
Τα χρόνια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας δημιουργήθηκε μια νέα συσπείρωση στις πολιτικές δυνάμεις. Από το τρίδυμο Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά, περάσαμε πάλι σε ένα διχασμό, μόνο που τώρα η κύρια αντίθεση είχε αλλάξει από αυτήν του Εμφυλίου: τότε, ήταν ΚΚΕ/υπόλοιποι· στο διάστημα 1967-74 έγινε χούντα/υπόλοιποι.
Η χούντα, βέβαια, παρά τα άπειρα στραβά της, έβαλε στο δρόμο της τελικής λύσης το πολιτειακό, με την εξορία του Κωνσταντίνου το Δεκέμβριο του 1967, και το δημοψήφισμα κατά της Βασιλείας, το 1973. Έτσι, με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τον Ιούλιο του 1974, το πολιτικό τοπίο δε μπορούσε να επανέλθει στο προδικτατορικό, τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Δύο ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν το μεταδικτατορικό τοπίο: οι μεγάλες πρωτοβουλίες του Καραμανλή (νομιμοποίηση του ΚΚΕ και δημοψήφισμα-οριστική επίλυση του πολιτειακού) και η δημιουργία του νέου τύπου κόμματος του Ανδρέα Παπανδρέου, του ΠΑΣΟΚ, ενός «κινήματος» που εκτός των άλλων εξαφάνισε—κι αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο—μέσα σε μια επταετία, ως το 1981, τα κόμματα του πολιτικού Κέντρου.
Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και την οριστική επίλυση του πολιτειακού, η Δεξιά είχε χάσει τα δύο της βασικά ερείσματα: τον ψυχροπολεμικό αντικομμουνισμό και την ταύτιση με το Παλάτι, και ό,τι αυτό συμβόλιζε. Χωρίς αυτά τα δύο, είχε χάσει το λόγο ύπαρξής της, οπότε η Νέα Δημοκρατία έπρεπε να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα, που ενσωμάτωνε σε μεγάλο βαθμό και τους περισσότερους ψηφοφόρους του προδικτατορικού Κέντρου. Όμως, η εξαφάνιση αυτή διόλου δε βόλευε τα σχέδια του Ανδρέα Παπανδρέου, που γι’ αυτό αποφάσισε να αναστήσει την παλιά Δεξιά, ως βολικό αχυράνθρωπο, ώστε να παίξει πιο εύκολα το δικό του πολιτικό παιχνίδι. Αντί όμως για την παραδοσιακή Δεξιά, που ουσιαστικά είχε σβήσει, στερούμενη ερεισμάτων, ο Ανδρέας ανέστησε ως αντίπαλο τη «Δεξιά», δηλαδή μια ουσιαστικά μυθική έννοια, που την έφτιαξε κατά πως τον βόλευε, μια καρικατούρα του παλιού εαυτού της, που τη φόρεσε σιγά σιγά καπέλο στην τότε ανυποψίαστη Νέα Δημοκρατία.
Ο Ανδρέας διαμόρφωσε σαν επιδέξιος ταχυδακτυλουργός το νέο πολιτικό τοπίο, δημιουργώντας εχθρούς και συμμάχους κατά τα γούστα του. Αφ’ ενός, κατάφερε να πλήξει καίρια τη Νέα Δημοκρατία περιορίζοντάς τη, με το δικό του ορισμό, σε κάτι που δεν ήταν, τη Δεξιά παλαιού τύπου. Αυτό το κατάφερε με το πνεύμα που ενσάρκωσε το στρεβλό σύνθημα «ο Λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Γιατί φυσικά η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που επέβαλλε και διεξήγαγε υποδειγματικά το δημοψήφισμα που κατήργησε τη βασιλεία και νομιμοποίησε το ΚΚΕ, δεν ήταν ούτε φιλοβασιλική ούτε ψυχροπολεμικά αντικομμουνιστική. Άρα δεν ήταν και αυτό που «σήμαινε Δεξιά» στα μάτια των Ελληνίδων και των Ελλήνων, δηλαδή αυτό που έλεγε ο Ανδρέας ότι σήμαινε. Όμως ο πολύς κόσμος δεν πίστεψε την αλήθεια, αλλά τον Ανδρέα.
Αφ’ ετέρου, ο μέγας λαοπλάνος κατάφερε καίριο πλήγμα στο χώρο στα αριστερά του, αναγορεύοντας το ΠΑΣΟΚ του κύριο κληρονόμο των παραδόσεών της Αριστεράς, και περιθωριοποιώντας την ίδια με εκείνο το αλήστου μνήμης, ανδρεϊκής επινοήσεως, «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις». Η υφαρπαγή της ιστορίας της Αριστεράς έγινε με την άλλη μεγάλη πομφόλυγα της δεκαετίας του 1980, τη λεγόμενη «Εθνική Συμφιλίωση», που ενσάρκωσε εμβληματικά η τοποθέτηση του Μάρκου Βαφειάδη ως βουλευτή Επικρατείας. (Η κίνησή του Ανδρέα ήταν φυσικά καθαρά συμβολική, και κενή περιεχομένου, καθώς η εθνική συμφιλίωση είχε επιτευχθεί στην ουσία τον Ιούλιο του 1974, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και του (τότε) ΚΚΕ Εσωτερικού. Τα άλλα ήταν λόγια, παράτες, φιέστες και κενή ρητορεία. )
Με το διπλό χτύπημα των συμβόλων και των συνθημάτων, δεξιά και αριστερά, που διέλυσε τους δυο πολιτικούς αντιπάλους του ΠΑΣΟΚ, αναγορεύοντας τον πρώτο κάτι που δεν ήταν, και παίρνοντας από τον δεύτερο την ιστορία του, το πολιτικό τοπίο της Ελλάδας υπέστη βίαια αναμόρφωση. Ο κύριος στόχος του Ανδρέα όμως δεν ήταν ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά: ήταν η διάλυση του χώρου του Κέντρου, του μεγάλου πλειοψηφικού χώρου των μετριοπαθών ελληνίδων και ελλήνων πολιτών, που αποτελούσε και την κύρια δεξαμενή υποψήφιων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Στήνοντάς απέναντί του μια Δεξιά-μπαμπούλα, μια φαντασίωση ενός σχεδόν φασιστικού-απολυταρχικού φάντασματος, ο Ανδρέας όρισε τον εαυτό του, και το ΠΑΣΟΚ του, ως ηγέτη ενός άτυπου λαϊκού Μετώπου, ενός νέου ανένδοτου αγώνα, που βάφτιζε ό,τι δεν ήταν «Δεξιά», δικό του χώρο. Αυτό ήταν το μέγιστο στρατήγημά του, και συνάμα το μεγαλύτερο κακό που έκανε στην ελληνική πολιτική ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ο Ανδρέας όρισε εξ αρχής τους κανόνες τους πολιτικού παιχνιδιού, με την αντίληψή του για την πολιτική να αποτελεί πλήρη ενσάρκωση της ρήσης του Μιτεράν, ότι «πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων». Έτσι, ο Ανδρέας δεν ήταν μεγάλος πολιτικός αλλά μεγάλος λαοπλάνος, δημαγωγός, πολιτικάντης. Κι αυτό του το «μεγαλείο» η Ελλάδα το πλήρωσε ακριβά, και ίσως να το πληρώσει μελλοντικά ακόμη ακριβότερα.
Γιατί η πολιτική, βέβαια, δεν είναι αυτό που είπε ο Μιτεράν ή, σωστότερα, δεν πρέπει να είναι αυτό, αλλά κάτι άλλο, κάτι πολύ πιο απαραίτητο στη ζωή των ανθρώπων. Η καλή πολιτική δεν είναι η διαχείριση των συμβόλων—αν και είναι, αναγκαία, εν μέρει και αυτό—αλλά των πραγματικών ζητημάτων και προβλημάτων μιας χώρας, διαχείριση που βασίζεται στην παράλληλη ύπαρξη και λειτουργία ενός σωστού κράτους. Η καλή πολιτική συμβαδίζει με το σωστό κράτος που, για να είναι σωστό, δεν πρέπει να εξαρτάται παρά ελάχιστα από την πολιτική: η έκφραση «κρατικός μηχανισμός» δηλώνει ακριβώς ότι, σε μια σωστή δημοκρατία, το κράτος πρέπει να λειτουργεί σωστά, καλοκουρδισμένο ρολόι, ανεξάρτητα των πολιτικών. Αντ’ αυτού, ο Ανδρέας έδωσε στο ελληνικό κράτος το τελευταίο καίριο πλήγμα, διαλύοντάς το εντελώς. Για την ακρίβεια, προχώρησε πολύ παραπέρα στη διάλυσή του από αυτούς που αναθεμάτιζε ως εχθρούς του κράτους, δηλαδή το προχουντικό παρακράτος, και την ίδια τη χούντα-κράτος, κομματικοποιώντας τη δεκαετία του 1980 το κράτος σε βαθμό πρωτόγνωρο. Έπειτα, για να τον ανταγωνιστεί η Νέα Δημοκρατία στα χρόνια που ήταν στην εξουσία, τον μιμήθηκε, παίζοντας και αυτή το ίδιο παιχνίδι. Χωρίς αυτόνομο κράτος, όμως, η πολιτική δεν είχε πλέον θεσμικό αντίβαρο, και έτσι το κράτος μας κατάντησε απεικόνιση των δύο μεγάλων κομμάτων που νέμονται επί τριάντα χρόνια την εξουσία, των παρασυναγωγών και των συνεχνιακών ομάδων που τα διοικούν.
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οι ιδέες και οι αρχές ουσιαστικά καταργήθηκαν, εξορίστηκαν από το μεγαλύτερο μέρος του κομματικού φάσματος—χώρια η περί του αντιθέτου φανφαρόνικες ρητορείες—μαζί και η έννοια των μεγάλων κομμάτων ως έκφρασης ουσιαστικών, συνεκτικών κοινωνικών σχηματισμών. Κι έτσι, αντί για το προδικτατορικό τρίδυμο Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά, που είχε σίγουρα πολιτικό-κοινωνικό υπόβαθρο, η μεταπολιτευτική ζωή ορίστηκε από δύο κόμματα αποψιλωμένα από κάθε ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο, δηλαδή δυο κόμματα που με τον καιρό καταντούσαν ολοένα και περισσότερο απλές «φίρμες» (brands), με την αντίθεσή τους να έχει όσο ιδεολογικό περιεχόμενο όσο του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό. Το να είσαι Πασοκτζής ή Νεοδημοκράτης, έπαψε με τα χρόνια να σημαίνει το οτιδήποτε, από το ότι φοράς πράσινη ή γαλάσια φανέλα, και να νέμεσαι—αν ήσουν οργανωμένος οπαδός—τα προνόμια της ένταξής σου. Καθώς όμως στους ψηφοφόρους των δυο αυτών κομμάτων ανήκαν και όλοι όσοι θα μπορούσαν να ανήκουν στο μεσαίο κοινωνικό χώρο, αυτή η ισοπέδωσή τους κάτω από τις κενές «φίρμες» έπνιξε και κάθε δυνατότητα έκφρασής του Κέντρου.
Πιστεύω ότι όπως η μεταδικτατορική ισοπέδωση του ελληνικού πολιτικού τοπίου από τον Πασοκικής και Νεοδημοκρατικής υφής λαϊκισμό—και τα δύο εντέλει πνευματικά παιδιά του Ανδρέα Παπανδρέου—είχε κύριο θύμα της το Κέντρο, η ανασύστασή του Κέντρου, ως ουσιαστική έκφραση του μεγαλύτερου, παραγωγικότερου, και θετικότερου τμήματος της κοινωνίας, είναι ο εξ ων ουκ άνευ όρος της ανασυγκρότησης της πολιτικής μας ζωής πάνω σε μια βάση χρήσιμη για τον τόπο.
Το νέο αυτό Κέντρο, αναγκαστικά πρέπει να ορισθεί και αρνητικά, όπως πάντα ταιριάζει στο Κέντρο, αλλά και θετικά, όπως απαιτείται από ένα χώρο που πρέπει να οδηγήσει τη χώρα προς τη σωτηρία.
Αρνητικά, το Κέντρο σήμερα πρέπει να ορισθεί και πάλι ως αντίθεση στα δυο άκρα που απειλούν τη Δημοκρατία: το ένα παραμένει, όπως και παλιά, μια Αριστερά που δεν έχει αποκηρύξει το όραμα του ολοκληρωτισμού (έστω και αν η ίδια το βαφτίζει «ιδανική κοινωνία»), μια Αριστερά που αμφισβητεί ευθέως τη δημοκρατία μας, με λόγια (σαφέστατες διακηρύξεις) και έργα (έκνομες ενέργειες κατά της ασφάλειας και της ειρήνης των πολιτών και της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους και της καθημερινότητάς μας). Το άλλο άκρο όμως δεν είναι ο Ανδρεοπαπανδρεϊκής επινοήσεως βρυκόλακας «Δεξιά», αλλά ο λαϊκισμός, που απαντιέται σε όλο το εύρος των μη-αριστερών κομμάτων, δηλαδή ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ. Γιατί και στα τρία υπάρχουν πολιτικές τάσεις, αλλά και πολιτικοί, βουλευτές, πολιτευτές και ενεργά μέλη, που συναντιώνται στην ακραία λαϊκίστικη στάση τους, μια στάση ουσιαστικά αντι-ευρωπαϊκή, παρανοϊκά μισαλλόδοξη, που αναζητεί τον πατριωτισμό στην ψωροπερήφανη απομόνωση και κολακεύει τους ψηφοφόρους, αντιτάσσοντας στο παμπάλαιο σύμπλεγμα κατωτερότητας του νεοέλληνα, που η Κρίση το έχει διογκώσει υπερβολικά, το ψέμα μιας άνευ αποδείξεων ανωτερότητας, σε μια νέα παραλλαγή του «όσα δε φτάνει η αλεπού». Αν το καλοσκεφτούμε, οι ακραίοι λαϊκιστές του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, του ΛΑΟΣ, τα βρίσκουνε μια χαρά μεταξύ τους: αν πετούσαν τις κομματικές τους φανέλες, θα μπορούσαν όλοι κάλλιστα να ανήκουν στα γραφικά γκρουπούσκουλα, τη «Σπίθα» ή το «Άρμα Πολιτών». Αυτά όμως είναι γραφικά μόνο επειδή είναι μικρά. Ενώ, αντίθετα, το κύριο σώμα και η έκφραση του λαϊκισμού, που κρατά δέσμια το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ στον παλιό, χειρότερο εαυτό τους, και καθορίζει ολοκληρωτικά το ΛΑΟΣ, δεν είναι διόλου γραφικό, γιατί έχει όγκο, μέγεθος, και απειλή να συμπαρασύρει τη χώρα στο δικό του ολέθριο δρόμο.
Όμως το νέο Κέντρο πρέπει να ορισθεί και θετικά, ως αυτό που πραγματικά είναι: η φωνή της πλειοψηφίας των Ελληνίδων και των Ελλήνων πολιτών που είναι σαφής στο θετικό όραμα που αποζητά για τον τόπο, δηλαδή το όραμα μιας φιλελεύθερης κοινωνίας ευρωπαϊκού τύπου, με σύγχρονο κράτος δικαίου, με ευνομία, ισονομία και σωστή λειτουργία των θεσμών. Το όραμα μιας Ελλάδας όπου το κράτος υπηρετεί τους πολίτες, και το Δημόσιο Συμφέρον, και δεν είναι ούτε όργανο των κομμάτων—όπως το κατάντησε η κομματοκρατία των δύο μεγάλων κομμάτων—ούτε μπαμπούλας ολοκληρωτικού τύπου, που εξουσιάζει τις ζωές των πολιτών, όπως το ονειρεύεται η Αριστερά. Το όραμα μιας Ελλάδας όπου η πολιτική και το κράτος υπηρετούν τους πολίτες που αγαπούν τον τόπο τους και θέλουν να ζουν εδώ ειρηνικά και δημιουργικά.
Το νέο αυτό Κέντρο πρέπει να στελεχωθεί από νέους ανθρώπους—νέους στην πολιτική αλλά και, νομίζω, ως επί το πλείστον σχετικά νέους ηλικιακά—που μπορούν με συνέπεια λόγου, πράξης και προσωπικού ιστορικού να εκφράσουν την ουσία του, τη μετριοπάθεια στην πολιτική, και τη στήριξη της δημιουργικότητας στην καθημερινή ζωή, αυτά δηλαδή που είναι το αιτούμενο όλων των καλών πολιτών.
Κάθε εθνική κρίση, κυρίως αν είναι οικονομική, ωθεί τους ανθρώπους στα άκρα, που τα προσεγγίζουν μέσα στην απελπισία του, γιατί τα άκρα πάντα ψεύδονται, συνειδητά ή ασυνείδητα, προσφέροντας την εύκολη ρητορική των απατηλών υποσχέσεων, αντί τη δύσκολη ουσία, που απαιτεί η πραγματικότητα. Η δική μας Κρίση δεν είναι διαφορετική και το βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις: τα άκρα ανεβαίνουν, όχι μόνο η Αριστερά, ο ΛΑΟΣ και τα ακροδεξιά μορφώματα, αλλά—ακόμη πιο επικίνδυνα—οι ακραία λαϊκίστικες τάσεις στα δυο μεγάλα (για πόσο ακόμη;) κόμματα. Αν αυτό συνεχισθεί, αν δεν υπάρξει αντίδραση, ο τόπος θα διαλυθεί από τις φυγόκεντρες δυνάμεις των άκρων, ο κοινωνικός ιστός θα διαλυθεί. Η οικονομία θα τσακιστεί, και η Ελλάδα δε θα αντέξει, θα απομονωθεί πολιτικά από τη Δύση και θα γίνει χώρα του Τρίτου Κόσμου, ξανά «ψωροκώσταινα», το υποψήφιο θύμα του κάθε αυριανού ολιγάρχη, μαφιόζου ή δικτάτορα.
Για να αποφευχθεί η διάλυση στην οποία μας τραβούν ολοταχώς, από δυο μεριές, τα άκρα, εντός και εκτός μεγάλων κομμάτων, πρέπει να αποκτήσουμε πάλι Κέντρο. Το σάπιο κομματικό σύστημα θα διαλυθεί για να ανασυντεθεί υγιώς μόνο αν ο κεντρώος χώρος ξανα-αποκτήσει έκφραση, αυτοσυνειδησία και φωνή.
Μόνο ένα νέο, ισχυρό Κέντρο μπορεί να σώσει τη χώρα από την καταστροφή.
* Ο Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας. Είναι ιδρυτικό μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου