γέφυρα της Αλαμάνας και πολύ κοντά στη γενέτειρά μου, υπήρχε ένα άγαλμα του
Θανάση Διάκου, ή πιο σωστά μια πλάκα με το περίγραμμά
του. Ήταν όρθιος και κρατούσε ψηλά ένα σπαθί κομμένο. Το
μνημείο ξηλώθηκε από το Κράτος διότι έπρεπε να περάσει η νέα ευρωπαϊκή
οδός (τα έργα επί Ν.Δ. στο γνωστό "Πέταλο του Μαλιακού"). Πάλι, η
δικαιολογία των συνθηκών.
δύναμης και σύμβολο αντίστασης, ειδικά μάλιστα, όταν λίγο πιο εκεί
ήταν άλλο ένα άγαλμα, του Λεωνίδα, που είχε βασικά το ίδιο νόημα. (Η
νέα ευρωπαϊκή οδός το παρέκαμψε το άγαλμα του Λεωνίδα,
ευτυχώς.) Ο ταξιδιώτης τα συναντούσε με διαφορά λίγων λεπτών και ήταν
σαν να έκανε ταξίδι στο χρόνο, με τις ίδιες αξίες να παραμένουν
σταθερές, από την Επανάσταση στην Αρχαιότητα και αντιστρόφως, ένα αιώνιο
μήνυμα στον Ελληνισμό και την Ανθρωπότητα.
σωθεί με αντάλλαγμα την υποχρέωση να αλλαξοπιστίσει. "Δεδομένων
των συνθηκών", μπορούσε, αλλά αρνήθηκε.
Επίσκοποι... Όταν δεν έγιναν Τούρκοι οι Διάκοι.
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα. Το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι, το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει: - Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα. Μην' ο Καλύβας έρχεται, μην' ο Λεβεντογιάννης; - Νουδ' ο Καλύβας έρχεται νουδ' ο Λεβεντογιάννης. Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες. Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνη. Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει. "Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια, δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες, γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα, που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια". Παίρνουνε τ' αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια, στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια. "Καρδιά, παιδιά μου" φώναξε, "παιδιά μη φοβηθείτε, σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε". Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα, τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα. Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες. Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες. Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια, κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει. Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες, και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τη χούφτα και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν. Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι. Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα: "Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις, να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσεις;" Κι εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι: "Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε! Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω. Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε, όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας". Σαν τ' άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει: "Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια, το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη, γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι". Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν. Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε, την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες: "Σκυλιά, κι α' με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη. Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας, που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι".
Το καμάρι μας!http://www.makthes.gr/index.php?name=News&file=article&sid=46919
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου