Tου Τακη Καμπυλη
Τα ρημαγμένα μάτια σε εικόνες αγίων στα βυζαντινά ξωκλήσια ή στα μοναστήρια της Ελλάδας είχαν πάντα την (εύκολη) εξήγησή τους: «Οι Τούρκοι».
Σε ένα πρόσφατο post των blogger Sraosha & Rakasha γίνεται αναφορά σε βιβλίο του Σλοβένου Bojidar Jezernik, ο οποίος αναφέρεται στην ίδια αντίληψη που επικρατεί σε μεγάλη περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Εκεί, μια σειρά ορθόδοξων ναών διακρίνεται από τους αγίους με τα βγαλμένα μάτια. Η κυρίαρχη αντίληψη στην περιοχή ήταν πως το είχαν κάνει οι «Τούρκοι» την οθωμανική περίοδο - «χωρίς, όπως αναφέρεται στο post, να εξηγείται αποτελεσματικά γιατί η συμβολική βία της απόξεσης των αγιογραφιών δεν εκδηλωνόταν με λιγότερο εκλεπτυσμένα μέσα (τη φωτιά και το τσεκούρι, για παράδειγμα). Η ιστορική έρευνα έδειξε ότι στην πραγματικότητα ο εικονικός ακρωτηριασμός οφειλόταν στην υπερβολική ευσέβεια των χριστιανών κατοίκων, οι οποίοι, έντονα δεισιδαίμονες, χρησιμοποιούσαν πόσιμα διαλύματα τοιχογραφιών από τα μάτια των αγίων για να θεραπεύουν τις οφθαλμικές τους ασθένειες.»
Και μετά οι κομμουνιστές
«Αυτό βέβαια -συνεχίζεται στο post- δεν εμπόδισε τους Σέρβους διανοουμένους της δεκαετίας του '80 να ανασύρουν από τη λήθη τη δοκιμασμένη συνταγή, επιρρίπτοντας τις ευθύνες για την ανάλογη βεβήλωση του μοναστηριού της Gracanica τον 19ο αιώνα στους Αλβανούς του Κοσόβου, κακούς, ψυχρούς, μουσουλμάνους και, κυρίως, πρόχειρους εχθρούς. Οταν ο συγγραφέας βρέθηκε το 2000, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, μπροστά σε μια ανάλογη εικόνα στο Jovan Bigorski (FYROM) παρατήρησε ότι οι ευθύνες είχαν αλλάξει κατεύθυνση: τώρα, κατά τους σεβάσμιους μοναχούς, ήταν πλέον οι άθεοι κομμουνιστές που είχαν χαρακώσει τους αγίους».
«Ενα διδακτικό παράδειγμα για το πώς η ιστορία προσαρμόζεται βολικά και εύπλαστα στα αιτήματα των καιρών.»
Η βυζαντινολόγος Μαρία Βασιλάκη (διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) έχει το αντίστοιχο παράδειγμα από μια επίσκεψη με φοιτητές της σε ξωκλήσι στην Ελλάδα. Μπροστά στα βγαλμένα μάτια της εικόνας του αγίου οι φοιτητές αναφώνησαν: «Α, οι Τούρκοι». «Και όμως -λέει η Μαρία Βασιλάκη- έχουμε πολλές ενδείξεις και στοιχεία ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτό που αποδόθηκε στους «άλλους» είχε γίνει από τους ίδιους τους χριστιανούς. Υπάρχουν σημαντικές δημοσιεύσεις προς τούτο. Και μάλιστα δεν αναφερόμαστε μόνο στον 19ο αιώνα αλλά και παλαιότερα, τον 12ο και 13ο αιώνα - χωρίς βέβαια να είμαστε σίγουροι ποια χρονική στιγμή έγινε η καταστροφή. Οι χριστιανοί πίστευαν ότι οι εικόνες ήταν πρόσωπα του Θείου ή του Αγίου και κατά συνέπεια τους απέδιδαν στοιχεία και ικανότητες της αγιογραφίας. Ετσι, πολλές εικόνες τεμαχίστηκαν για να έχει ένα κομμάτι τους μια οικογένεια. Και σε πολλές περιπτώσεις τα μάτια έβγαιναν με κάποιο διάλυμα ή πιο πρόχειρα και στη συνέχεια γίνονταν η βάση για «θεραπευτικές» αλοιφές».
Προφανώς, καταστροφές υπήρξαν και από τους Τούρκους, όπως και το αντίστροφο, αν μετρήσει κανείς σήμερα τα τζαμιά που έχουν απομείνει στην Ελλάδα, αλλά αυτό το «αντίστροφο» δεν βρήκε χώρο στις εθνικές μνήμες των Βαλκανίων.
Το σημειώνει -για τη χρήση της θρησκείας από τους βαλκανικούς εθνικισμούς- η Χριστίνα Κουλούρη (αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας): «Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της βουλγαρικής Εξαρχίας (της ρήξης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο) και μάλιστα σε μία περίοδο που το Πατριαρχείο δεν είχε παίξει εξ αρχής εθνικό (ελληνικό) ρόλο. Ωστόσο, ο βουλγάρικος εθνικισμός χρησιμοποίησε τη θρησκεία απέναντι σε ποιον; Χρειαζόταν έναν «άλλο»».
Ετσι, τα υπαρκτά προβλήματα των σλαβόφωνων ορθοδόξων από τους ιερείς και αρχιεπισκόπους που διορίζονταν από το Πατριαρχείο, γρήγορα φόρεσαν τον εθνικιστικό μανδύα. «Ακόμη πιο χαρακτηριστικό -λέει η κ. Χριστίνα Κουλούρη- υπήρξε το παράδειγμα του ρουμανικού εθνικισμού. Οι Ελληνες ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας μετατράπηκαν σε εθνικούς καταπιεστές, ενώ στην πραγματικότητα ήταν κοινωνικοί καταπιεστές - συγκεντρώνοντας φόρους κ.λπ.». Ο εκ των υστέρων εθνικισμός παρενέβη «δημιουργικά» στο παρελθόν αποδίδοντας στον «άλλο» χαρακτηριστικά που δεν είχε - τουλάχιστον τη συγκεκριμένη περίοδο.
«Τι είσαι εσύ;»
Η Ελπίδα Κ. Βόγλη (διδάκτωρ Ιστορίας, μέλος ΕΛΙΑ) σημειώνει το ιδιόμορφο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι ελληνικές επαναστατικές αρχές κατά τη διάρκεια του '21. Υπήρξαν σε πολλές περιπτώσεις εκείνη την περίοδο μαζικοί «εκχριστιανισμοί» Τούρκων στις ελευθερωμένες περιοχές, προφανώς από φόβο. Το ερώτημα λοιπον που ετέθη τότε είναι, αν αυτοί αναγνωρίζονται ως «Ελληνες πολίτες» αφού η μέχρι τότε πραγματικά ουσιαστική διαφορά ήταν η θρησκευτική. (Στο μωσαϊκό των επαναστατημένων περιοχών υπήρχαν αλβανόφωνοι χριστιανοί, αλλά και μουσουλμάνοι, ελληνόφωνοι χριστιανοί, σλαβόφωνοι χριστιανοί, αρκετές χιλιάδες εβραίων -που σφαγιάστηκαν με την πτώση της Τριπολιτσάς- ακόμη και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, αλλά και τουρκόφωνοι χριστιανοί). Το ζήτημα λοιπόν που ετέθη από το Βουλευτικό, αλλά διαφώνησε το Συντακτικό ήταν ότι οι εκχριστιανισμένοι πρέπει να θεωρηθούν «Ελληνες πολίτες». «Η θρησκευτική διαφορά του «άλλου» έμοιαζε σιγά σιγά να μην αρκεί στα ζητήματα «γένους» που ετίθεντο από την αυγή του ελληνικού εθνικισμού».
Τα αντίστοιχα ζητήματα στη Μακεδονία ήταν ακόμη πιο σύνθετα. Οπως αναφέρει ο Τάσος Κωστόπουλος (ιστορικός), «το 1912, λίγο πριν αρχίσουν οι μάχες, κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας 2.500.000 άνθρωποι. Από αυτούς λίγο περισσότεροι από 900.000 είναι μουσουλμάνοι, άλλοι 900.000 σλαβόφωνοι χριστιανοί (χωρισμένοι σε τρία «κόμματα», το ελληνικό, το βουλγαρικό και το σερβικό και λίγο αργότερα προσετέθη το μακεδονικό), περίπου 360.000 ελληνόφωνοι χριστιανοί, κάπου 100.000 Βλάχοι, γύρω στους 70 - 90.000 Εβραίοι και μικρές κοινότητες αλβανόφωνων και τουρκόφωνων χριστιανών και άγνωστος αριθμός Τσιγγάνων.»
Στα 1900 ο Τζορτζ Φ. Αμποτ πατάει το πόδι του στη Μακεδονία, ένας οξυδερκής παρατηρητής ως απεσταλμένος του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Το μωσαϊκό που συναντά και περιγράφει δεν αφήνει χώρο για τις εκ των υστέρων εθνικιστικές αφηγήσεις. Πολύ δε περισσότερο για τις σημερινές αναφορές στα εθνικά δίκαια όταν αυτά πηγάζουν από τότε. Σε σκηνικό «μακεδονικής σαλάτας», ο Αμποτ φτάνοντας στην περιοχή των Σερρών θα εκτιμήσει πως «οι σερβικές διεκδικήσεις επί αυτού του τμήματος της Μακεδονίας αποτελούν μια σύγχρονη επινόηση(...) Για να πούμε την αλήθεια, σπανίως είναι δυνατόν να αποδώσεις με οποιαδήποτε βεβαιότητα μια συγκεκριμένη εθνικότητα στους Σλάβους της Μακεδονίας. Η γλώσσα τους είναι αναμφίβολα μια σλαβική διάλεκτος καθαρότερη στον βορρά και διαρκώς περισσότερο αναμεμειγμένη με τα ελληνικά προς νότον. Ενας Σλάβος Μακεδόνας είναι εξίσου κατανοητός και ακατανόητος σε Σέρβους και Βουλγάρους. Σε μερικές περιοχές η ομοιότητα είναι μεγαλύτερη προς το ένα ιδίωμα και σε μερικές προς το άλλο. Ωστόσο, αυτή η ομοιότητα δεν συμβαδίζει πάντοτε με την εγγύτητα προς το συγκεκριμένο κράτος. Από αυτό το γεγονός προκύπτει και η δυσκολία χάραξης σαφών και ευδιάκριτων ορίων ανάμεσα στις αντίπαλες σφαίρες επιρροής. (...) Σε ένα και το αυτό νοικοκυριό μπορεί κανείς να βρει περιστασιακά εκπροσώπους όλων των κλάδων της ανθρώπινης φυλής. Μπορεί ο πατέρας να ισχυρίζεται ότι είναι σερβικής καταγωγής, ο γιος να ορκίζεται ότι στις φλέβες του δεν τρέχει τίποτα άλλο από βουλγαρικό αίμα, ενώ οι κόρες, αν τους επιτραπεί να μιλήσουν, να είναι εξίσου βέβαιες ότι η Ελένη της Τροίας, η Αικατερίνη της Ρωσίας και η Αφροδίτη της Μήλου συγκαταλέγονται στους προγόνους τους. Η ηλικιωμένη μητέρα αρκείται συνήθως να ενσωματώσει τις εθνικές της πεποιθήσεις στη δήλωση ότι είναι χριστιανή. Πρόκειται για μία πραγματική κωμωδία καταστάσεων, στην οποία κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι ποιος, αλλά ενστικτωδώς ότι καθένας είναι κάτι άλλο». Ο Αμποτ (στο πλαίσιο του γνωστού «βαλκανισμού»;) θα μιλήσει ακόμη και για την ανάγκη «τρελοκομείου»...
Ο ίδιος βρέθηκε στο Πετρίτσι Σερρών και παρακολούθησε μια τελετή περιτομής τριών αγοριών και παράλληλα το σχετικό πανηγύρι από τους ομοθρήσκους τους. Περίπου εκατό χρόνια μετά, ούτε καν ο Αμποτ θα υποψιαζόταν πώς εκτός από το «παλαιό» Πετρίτσι θα υπήρχε σήμερα και το νέο Πετρίτσι, στην άλλη πλευρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων.
Η μακεδονική «σαλάτα» όλο και θα ανακαλύπτεται από την ιστορική έρευνα, δείχνοντας ότι η συζήτηση δεν είναι τι «ανήκε προαιώνια και σε ποιον». Και πως βεβαιότητες, όπως οι βανδαλισμοί αγίων, δεν ήταν παρά μύθοι, διότι ο «άλλος», αν δεν υπήρχε αρκετά, έπρεπε να κατασκευαστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου