Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009
Ακούτε ......
Η ευφορία για τον Ομπάμα παραμένει αδιάπτωτη παρά τη σταδιακή ανάδυση διαφόρων ανησυχητικών ενδείξεων (φοροδιαφυγές, συνέχιση της καταβολής μπόνους, επιδεινούμενη οικονομική κρίση). Ούτε όμως και στο εξωτερικό μέτωπο φαίνεται να διαφέρει η όλη κατάσταση, δεδομένου ότι πολλαπλασιάζονται οι ενδείξεις ότι η αλλαγή αφορά το φαίνεσθαι μάλλον παρά την ουσία. Πράγματι, η επαίσχυντη πρακτική της εξώδικης απαγωγής και ανάκρισης υπόπτων διατηρείται πλέον και επισήμως. Πιο πρόσφατα, πληροφορηθήκαμε επίσης ότι τα βασανιστήρια θα ασκούνται πλέον μόνο με σχετική εξουσιοδότηση του προέδρου. Και αυτό ακόμη το Γκουαντάναμο θα κλείσει μόνον όταν θελήσουν να ασχοληθούν σοβαρά με το θέμα οι Ευρωπαίοι.
Η ομιλία του αντιπροέδρου Μπάιντεν στο Μόναχο αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα κινήσεων για το φαίνεσθαι και όχι για την ουσία. Ας αποφανθούν άλλοι αν βασιζόταν σε ευσεβείς πόθους ή σε στάση δουλικότητας η επιθυμία των Ευρωπαίων να επιδοκιμάσουν την ομιλία αυτή παρά τις συχνότατες επαναλήψεις απόψεων και επιχειρημάτων του Μπους. Προσωπικά, θεωρώ ότι σαφέστερη εικόνα για το τι ακριβώς επίκειται μάς δίνει η πρόταση της Ρωσίας να βοηθήσει την Αμερική στο Αφγανιστάν, αποστερώντας την όμως
συγχρόνως από τη χρήση της αεροπορικής βάσης του Μανάς στο Κιργιζιστάν. Στο παρόν πλαίσιο, θα επικεντρωθώ στην Τουρκία και στα σοβαρότατα προβλήματα που θα προκαλέσει αυτή η χώρα στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η εξέταση αυτή πρέπει ομοίως να γίνει μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των αμερικανορωσικών σχέσεων· εξ ου και οι προηγούμενες παρατηρήσεις.
Τα τελευταία δύο (αν όχι 20) χρόνια, η εξωτερική πολιτική, οι προσπάθειες και η εφευρετικότητα της Ελλάδας έχουν αφιερωθεί (ή μήπως αναλωθεί;) στον χειρισμό του προβλήματος του επονομαζόμενου κράτους της Μακεδονίας. Δεν είναι αυτό το κατάλληλο σημείο για να συνοψίσουμε τα σχετικά θέματα, αν και θα όφειλε κανείς, προς χάριν της διανοητικής ειλικρίνειας, να παραδεχτεί ότι η Ελλάδα δεν είναι άμοιρη ευθυνών για αυτό το αδιέξοδο.
Ξεκινώ με αυτό το σχόλιο, διότι η πΓΔΜ δεν είναι ο κυριότερος πονοκέφαλός μας (υπό τον όρο, ασφαλώς, ότι η τελική διευθέτηση θα απομακρύνει πλήρως τους επεκτατικούς στόχους της). Η Τουρκία, όμως, είναι.
Τo πρόβλημα με την Τουρκία δεν είναι απότοκο ιστορικών απωθημένων, απέχθειας για τον λαό της ή έλλειψης φαντασίας, αλλά απορρέει από τις ίδιες τις εσωτερικές ασάφειες της χώρας αυτής. Η πρώτη ασάφεια αφορά τον «δισυπόστατο» χαρακτήρα της σε εσωτερικό επίπεδο· η δεύτερη, την πιθανή ένταξή της στην Ευρώπη και το γεγονός ότι η ένταξη αυτή θα έκανε την Ευρώπη ακόμη πιο δυσκυβέρνητη από ό,τι είναι σήμερα.
▅ Το εξισορροπητικό παιχνίδι
Θα μπορούσαμε με τον όρο «δισυπόστατος» να περιγράψουμε τον τρόπο που η Τουρκία παίζει σε όλα τα ταμπλό όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της: Αμερική και Ρωσία, Ισραήλ και Παλαιστίνιοι, Ιράν και Δύση, Συρία και Ισραήλ και, φυσικά, όλο το φάσμα των ζητημάτων που άπτονται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε μια περίοδο που η Τουρκία παρουσιάζεται ως υπερασπίστριά τους ενώ, καθ΄ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, έχει επιδείξει περιφρόνηση για αυτά.
Εδώ, όμως, χρησιμοποιώ τον όρο διαφορετικά. Αναφέρομαι στις αντίρροπες δυνάμεις έλξης του κοσμικού απομονωτισμού και του θρησκευτικού διεθνισμού. Τονίζω τα επακόλουθα μάλλον παρά τα αίτια, καθώς δεν μπορώ να επηρεάσω τα δεύτερα αλλά πρέπει να αντιμετωπίσω με κάποιον τρόπο τα πρώτα.
Ισχυρίζομαι ότι η θρησκευτική ή κοσμική αυτοαντίληψη που θα υιοθετήσει τελικά η Τουρκία θα αποτελέσει και τον καθοριστικό παράγοντα της εξωτερικής πολιτικής της. Το ανησυχητικό είναι ότι για τους «απέξω» και οι δύο εκδοχές είναι επικίνδυνες. Από τα σχόλιά μου απουσιάζει επίσης το εξισορροπητικό παιχνίδι του κ. Ερντογάν, το οποίο αποτελεί για την Ελλάδα τη χειρότερη δυνατή εξέλιξη. Κατ΄ ουσίαν, επομένως, αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε: όποια οδό και αν ακολουθήσει η Τουρκία σε εσωτερικό επίπεδο, η Ελλάδα θα επηρεαστεί αρνητικά.
Πράγματι, αν επικρατήσει η κοσμική πλευρά, θα επιταχυνθεί και η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη. Αν η Τουρκία στραφεί ακόμη περισσότερο προς το Ισλάμ, θα αναπτύξει το διεθνές ανάστημά της στην παγκόσμια σκηνή. Αν, τέλος, επικρατήσει η μετριοπαθής οδός του κ. Ερντογάν, η Τουρκία θα βρεθεί να διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην Ευρώπη, στον Καύκασο και στη Μέση Ανατολή.
Γιατί κανένας έλληνας ηγέτης ή σχολιαστής δεν μας το έχει πει ανοιχτά αυτό;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Μετά τον Β Δ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία έχει τελειοποιήσει την τέχνη των πολλαπλών, προσεκτικά ζυγισμένων συμμαχιών με διαμετρικά αντίθετες χώρες. Ξεκίνησε εντασσόμενη στο ΝΑΤΟ όταν συνειδητοποίησε ότι η Ρωσία εποφθαλμιούσε την κυριαρχία επί του Βοσπόρου. Η ανταπάντηση της Ρωσίας πήρε τη μορφή της επένδυσης σε χώρες αριστερών αποκλίσεων, όπως η Συρία και η Αίγυπτος.
Η αντίδραση όμως της Τουρκίας ήταν ακόμη πιο έξυπνη: εδραίωσε δεσμούς με το Ισραήλ και το Ιράν του Σάχη- μια καιροσκοπική σύνδεση που υπερέβαινε τα φυλετικά, τα θρησκευτικά και τα γεωγραφικά ζητήματα, και τους εξυπηρετούσε όλους απολύτως. Διερωτώμαι: θα είχα άδικο αν έλεγα ότι κανένας έλληνας διπλωμάτης, αντιμέτωπος με αντίστοιχες δυσκολίες, δεν θα είχε επιδείξει τόση τόλμη;
Η έξυπνη αυτή διευθέτηση παρουσίασε σημάδια πιθανής έντασης, καθώς το Ισλάμ έγινε ισχυρότερο εξαιτίας διαφόρων γεωπολιτικών παραγόντων. Το Ισλάμ άρχισε να αποκαλύπτει σε πολλούς Τούρκους (όχι όμως και στον τουρκικό στρατό, αυτόν τον θεματοφύλακα του κοσμικού Συντάγματος) τη δυνατότητα επέκτασης της σφαίρας επιρροής της χώρας μέσω της θρησκείας. Θα μπορούσε πράγματι η επέκταση να είναι πολλαπλή: προς την Ευρώπη (Αλβανία και Βοσνία), τον Καύκασο (παραδοσιακή περιοχή τουρκικής επιρροής) ή ακόμη και τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο, δεδομένου ότι τόσο από οικονομική άποψη όσο και από άποψη εσωτερικής συνοχής, η Τουρκία είναι το ισχυρότερο από τα κύρια ισλαμικά κράτη, δηλαδή από το Ιράν, την Ινδονησία, το Πακιστάν και την Αίγυπτο.
Σε αυτήν ακριβώς τη φάση εισήλθε στην πολιτική σκηνή ο Ερντογάν: μετριοπαθής ισλαμιστής ο ίδιος, κατάφερε να εκλέξει τον πρώτο ισλαμιστή στην προεδρία της χώρας του και προσπαθεί τεχνηέντως να διατηρήσει την κεντρώα θέση (α) όχι μόνον ενισχύοντας τους δεσμούς με το μουσουλμανικό πλέον Ιράν, αλλά και αντιτιθέμενος στα πυρηνικά προγράμματά του, ώστε να μη χαθεί η τουρκική φιλία με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ· (β) βοηθώντας το Ισραήλ να αναπτύξει εκ νέου δεσμούς με τη Συρία (προς ικανοποίηση των Αμερικανών και των Αγγλων)· (γ) διατηρώντας τους τουρκικούς δεσμούς με τους Παλαιστινίους, χωρίς όμως συγχρόνως να θέτει σε κίνδυνο τους βασικούς δεσμούς της χώρας με το Ισραήλ, απέναντι στο οποίο κρατά εξάλλου το απόλυτο όπλο: τον έλεγχο του νερού.
Η πρόσφατη, άκρως θεαματική εμφάνισή του στο Νταβός επισφράγισε όλα τα προηγούμενα, καθώς ο Τύπος- προς μεγάλη χαρά του τούρκου πρωθυπουργού- εσφαλμένα θεώρησε ότι η επιδέξια επίθεση του κατά του Αμερικανού συντονιστή της συζήτησης ήταν επίθεση κατά του Προέδρου Πέρες. Η παρεξήγηση αυτή απέφερε στον Ερντογάν (α) τον τίτλο του υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων· (β) αύξηση των πολυπόθητων μουσουλμανικών ψήφων στην πατρίδα του· (γ) τη βεβαιότητα ότι δεν θα γίνονταν φιλοπαλαιστινιακές διαδηλώσεις στην Τουρκία (που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την επέμβαση του στρατού).
Για την Ελλάδα, αυτή η σύνοψη των εξισορροπητικών ταλέντων της Τουρκίας περιέχει τέσσερα διδάγματα:
Πρώτον: το πλεονέκτημα που απορρέει από τη σύναψη πολλαπλών συμμαχιών με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της χώρας μας, καθώς η γεωπολιτική σκηνή δεν σταματά να μεταβάλλεται. Η μονογαμική σχέση με τις ΗΠΑ δεν είναι και τόσο επωφελής.
Δεύτερον: το γεγονός ότι η σπουδαιότητα της Τουρκίας θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, ασχέτως του αν επικρατήσει τελικά το κοσμικό ή το θρησκευτικό μοντέλο, σημαίνει πως πρέπει πάντοτε να επαγρυπνούμε απέναντι στη γείτονα χώρα.
Τρίτον: οι Αμερικανοί πρέπει μάλλον να έχουν καταλάβει πως, με την πάροδο του χρόνου, χρειάζονται την Τουρκία περισσότερο από ό,τι τους χρειάζεται σήμερα αυτή. Και αυτό, ομοίως, δεν είναι καθόλου ευοίωνο για εμάς.
Τέλος, τίθεται το ζήτημα του αντίδοτου: πώς είναι (αν είναι) δυνατόν να ελέγξεις, αν όχι και να ανακόψεις, μια τέτοια επέκταση επιρροής; Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη για να καταλάβουμε ότι, βοηθώντας τους Ρώσους να ξαναεδραιωθούν στον Καύκασο, όχι μόνο δεν βλάπτουμε τα συμφέροντά μας, αλλά, αντιθέτως, τα προωθούμε, δημιουργώντας στο ανατολικό μέτωπο της Τουρκίας περισπασμούς που θα μπορούσαν να περιορίσουν τον τυχοδιωκτισμό της στη Μεσόγειο.
Γιατί δεν το κάνουμε όμως;
Εχουμε άραγε τόσο επιτακτικό συμφέρον να εμποδίσουμε την ανεξαρτησία της Νότιας Οσετίας, ώστε να στερηθούμε μια πιθανή ανάπαυλα από τη διαρκώς εντεινόμενη αυταρχικότητα της Τουρκίας του Ερντογάν; Ή μήπως περιμένουμε κάποια χειροπιαστή ανταμοιβή από την Αμερική του Ομπάμα βοηθώντας τον να συνεχίσει το παιχνίδι του Μπους για την περικύκλωση της Ρωσίας; Ή μήπως, τέλος, το υπουργείο Εξωτερικών μας αφελώς πίστεψε το αμερικανικό πολιτικό σύνθημα, ότι δεν υπάρχουν πλέον σφαίρες επιρροής;
Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης φέρει τον τίτλο του σερ και είναι τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Αθηνών, Γαλλίας, Ρώμης, Βελγίου, Ολλανδίας και νομικός σύμβουλος (επί τιμή) της βασίλισσας της Αγγλίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου