Οι βιαιότητες στη Μικρά Ασία
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου
«Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922»
(Αθήνα 2007, εκδόσεις Βιβλιόραμα)
Ακόμη αγριότερα -αν και μακριά από τα βέβηλα μάτια ξένων παρατηρητών- εξελίχθηκαν τα πράγματα κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της άνοιξης του 1922 εναντίον των χωριών του Εγριγκιόζ Νταγ. Χώρος δράσης των ανταρτών του Μπεχλιβάν ήδη από το 1920, η ορεινή περιοχή μεταξύ Σιμάβ και Κιουτάχειας θα χτενιστεί από ειδικά «αποσπάσματα διώξεως συμμοριών» στα τέλη του 1921, με ελάχιστα αποτελέσματα. Ακολούθησαν επιθέσεις σε στρατιωτικά φυλάκια της περιοχής και, στα μέσα Απριλίου, η ένοπλη εξέγερση των χωρικών της περιοχής Εμέντ. Εκτός από την προϋπάρχουσα μαγιά των τοπικών «ληστοσυμμοριών» και την κεμαλική προπαγάνδα, η «πρόθυμος συμμετοχή των κατοίκων εις το κίνημα» αποδίδεται από την επίσημη ιστορία του ΓΕΣ και «εις την πίεσιν των ελληνικών αποσπασμάτων εκμεταλλεύσεως των επιτοπίων πόρων» -τις μαζικές δηλαδή και βίαιες επιτάξεις αγαθών απ' τον ελληνικό στρατό. Οι εξεγερμένοι εξόντωσαν την τοπική στρατιωτική φρουρά και πετσόκοψαν τρία καταδιωκτικά αποσπάσματα (συνολικά κάπου 180 στρατιώτες). Ακολούθησε η πάταξη της ανταρσίας, με κινητοποίηση πολλών σχηματισμών υποστηριζόμενων από πυροβολικό κι αεροπλάνα. Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «αι συμμορίαι, καταδιωχθείσαι, ηναγκάσθησαν να διαλυθώσιν», αιχμαλωτίστηκαν δε «πολλοί ένοχοι και ύποπτοι χωρικοί». Το κύριο βάρος της καταστολής το υπέστη φυσικά ο άμαχος πληθυσμός: «Αι καταστροφαί ενίων χωρίων και η παραταθείσα λόγω των επιχειρήσεων, πλέον των είκοσι ημερών, παραμονή των χωρικών μετά των γυναικοπαίδων εις τα όρη και χαράδρας, όπου υφίσταντο τα πάνδεινα, προεκάλεσε την γενικήν αγανάκτησιν κατά των πρωταιτίων του κινήματος» - και την «ειρήνευση» της περιοχής, προσωρινά τουλάχιστον.
Ο,τι η επίσημη γραφίδα αποκαλεί «πάνδεινα», γίνεται σαφέστερο -και δραματικότερο- στο ημερολόγιο ενός τσολιά που πήρε μέρος στην εκκαθάριση. Ο συνταγματάρχης Π. Παλαιολόγος ζητά από τους άντρες του να σεβαστούν δυο μονάχα χωριά, τα οποία θεωρούνται «ειρηνόφιλα» ή εν πάση περιπτώσει αμέτοχα της αντίστασης, δηλώνοντάς τους ότι παντού αλλού «θα 'χουν την ελευθερία τους να πράξουν ό,τι η συνείδηση κι η ψυχή τους βαστάει»· ακόμη και στα δυο αυτά χωριά, ωστόσο, οι στρατιώτες επιδίδονται σε βιασμούς γυναικών, βασανιστήρια και λεηλασίες.
Οσο για την υπόλοιπη περιοχή, αυτή δοκιμάζει κάθε λογής αγριότητα, ως αντεκδίκηση για όσα είχαν προηγηθεί: «Οι φωνές και τα κλάματα των γυναικών και των παιδιών δεν παύουνε μέρα νύχτα. Ολο το δάσος, και ιδίως τα πιο κλειστά μέρη, είναι γεμάτα κόσμο και ρουχισμό. Κάθε γυναίκα, κάθε παιδί και κάθε αδύνατο μέρος είναι στη διάθεση του κάθε Ελληνα στρατιώτη. Ευτυχώς που λίγοι είναι αυτοί που έχουν κακούργικα ένστικτα και σκοτώνουν γυναικόπαιδα. [...] Δεν έχουν τελειωμό οι διηγήσεις των φαντάρων τι είδανε και τι κάνανε σ' αυτό το διάστημα [...]. Είδανε άνδρες να πετάνε τα όπλα τους και να κρύβονται, άλλοι φονεύθηκαν, άλλοι ξέφυγαν το θάνατο. Συνάντησαν, λένε, ολόκληρες οικογένειες, πολλές γυναίκες, όμορφες κι άσκημες. Αλλες κλαίγανε, άλλες θρηνούσανε τον άντρα τους, την τιμή τους». Η εκστρατεία θα ολοκληρωθεί με το συστηματικό κάψιμο κάθε κατοικημένου τόπου. «Η διαταγή λέει: καταστρέψτε διά πυρός και τελείως όλα τα χωριά που θα συναντήσετε και τις κωμοπόλεις. Ποιμνιοστάσια, νερόμυλους κι ανεμόμυλους. Κάθε εξοχικό κι απομονωμένο σπίτι». Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα σπίτια καίγονται μαζί με τους ηλικιωμένους κατοίκους τους.
Σε ποιο βαθμό αυτές οι αγριότητες ήταν αποτέλεσμα σχεδιασμών της ελληνικής στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας; Αν για την πρώτη φάση της εκστρατείας -επί Βενιζέλου- η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη, καθώς το ζητούμενο υπήρξε κυρίως η επίδειξη της αποικιακής ικανότητας των ελληνικών αρχών «να διοικήσωμεν με ανωτερότητα αλλοφύλλους», τα πράγματα αποδεικνύονται πολύ πιο απλά όσον αφορά τη διαχείριση της σύρραξης απ' τους αντιβενιζελικούς. Το συστηματικό κάψιμο των τουρκικών χωριών την άνοιξη του 1921 αποδιδόταν όπως είδαμε από τους φαντάρους σε διαταγή του σωματάρχη, πρίγκηπα Ανδρέα· το ίδιο ακριβώς υποστήριξαν και δυο αξιωματικοί του ελληνικού στρατού μετά την αιχμαλωσία τους (κι όπως ήταν αναμενόμενο, εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο η κεμαλική προπαγάνδα).
Στα απομνημονεύματά του που δημοσιεύτηκαν λίγο μετά τον πόλεμο, ο ίδιος ο πρίγκηπας υποστηρίζει φυσικά τα ακριβώς αντίθετα, ισχυριζόμενος ότι «ουδέποτε ευρέθη εις την ανάγκην να τρομοκρατήσει τους κατοίκους της χώρας δι' ής διερχόμεθα» και «οικτίροντας» τη διαγωγή των στρατιωτών του στο χωριό Σιβασλή (25.6.'21) - διαγωγή η οποία «υπερέβη παν επιτρεπόμενον όριον», αν και ο ίδιος «προτιμά να ρίψη πέπλον επί των λαβόντων χώραν γεγονότων». Οι διαθέσιμες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ωστόσο ότι το 1921 ήταν η ηγεσία του στρατού αυτή που πρόκρινε μια στρατηγική ολοκληρωτικού πολέμου και καταστροφής της μικρασιατικής ενδοχώρας ως μέσο άσκησης πίεσης στους κεμαλικούς, προκειμένου αυτοί να δεχτούν ένα διακανονισμό ευνοϊκό για τα ελληνικά συμφέροντα. Δεν είναι μόνο οι απλοί φαντάροι που επικαλούνταν διαταγή του εστεμμένου αρχιστράτηγου «να καίμε όλα τα τουρκικά» κι «έλεγαν πως είπε ο Κώτσος (= ο Βασιλιάς) να μην αφήσουν τίποτα ορθό στο διάβα τους».
Ούτε ο συνάδελφός τους που σημειώνει στο ημερολόγιό του, με βάση προφανώς τη σχετική ενημέρωσή του απ' τους αρμόδιους αξιωματικούς, ότι «σκοπός της μεγάλης ταύτης εκστρατείας» -εκτός από τη συντριβή των κεμαλικών δυνάμεων- ήταν «η διαρπαγή και καταστροφή απάσης της χώρας του εχθρού μέχρι της Αγκύρας συμπεριλαμβανομένης, ώστε ο εχθρός να καταστή ακίνδυνος εις το μέλλον, υποχρεωθή δε να ζητήση επέμβασιν των συμμάχων, ών τα συμφέροντα παρεβλάπτοντο διά της καταστροφής της Ανατολής, και ούτω διά συμμαχικής μεσολαβήσεως επιτευχθή η ειρήνη, αναγνωρισθή δε συγχρόνως ο Βασιλεύς παρά των Δυνάμεων». Στις παραμονές της εξόρμησης για την Αγκυρα, ένας αξιωματικός του επιτελείου ενημερώνει τους συνομιλητές του ότι στόχος του εγχειρήματος είναι το «πλιατσικολόγημα» της κεμαλικής πρωτεύουσας, ενώ ο ίδιος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στην προσωπική του αλληλογραφία εξηγεί πως έφτασε η «ώρα να επιστρέψουν οι Τούρκοι στα ενδότερα της Ασίας, απ' όπου ήρθαν».
H στρατηγική αυτή θα επενδυθεί και ιδεολογικά από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της κυβέρνησης των Αθηνών: «Ο διεξαγόμενος πόλεμος», εξηγεί στο κοινό της η δημοφιλέστερη κυβερνητική εφημερίδα των ημερών, «δεν είναι πόλεμος της Ελλάδος κατά του επαναστάτου Κεμάλ. Είναι πόλεμος της Ελληνικής φυλής προς το Τουρκικόν έθνος, πόλεμος μάλιστα σκληρός μέχρι εξοντώσεως του ενός εκ των δύο αντιπάλων».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 08/11/2007
Σίγουρα έχουν επικαλεστεί το βιβλίο του George Horton «Η κατάρα της Ασίας» («The Blight of Asia»)
Να ένα ενδιαφέρον απόσπασμα:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΣΤ'
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ «50-50»
Μια απ' τις πειό έξυπνες διαδόσεις πού έχουν τεθεί σε κυκλοφορία από την Τούρκικη προπαγάνδα είναι εκείνη πού επιδιώκει να πείσει ότι οι Χριστιανοί πού σφάχθηκαν ήταν εξ ίσου κακοί, όπως εκείνοι πού τους έσφαξαν, ότι ήταν «50 προς 50». Ο ισχυρισμός αυτός επηρεάζει πάρα πολύ την Αγγλοσαξωνική ιδέα περί δικαιοσύνης, απαλλάσσει τον καθένα από περαιτέρω ενόχληση η ευθύνη και καθησυχάζει τη συνείδηση. Πρέπει όμως να είναι κανείς πολύ απερίσκεπτος για να παραδεχτεί μια τέτοια διαπίστωση και χρειάζεται ελάχιστη σκέψη για ν' αποδείξει κανείς το σφαλερό της διαπιστώσεως αυτής.
Και πρώτα πρώτα οι Χριστιανοί πού ζούσαν κάτω απ' την κυριαρχία των Τούρκων ουδέποτε είχαν την ευκαιρία να κάνουν σφαγές και αν ακόμα είχαν αυτή τη διάθεση. Αν στη μακρυά ιστορία των σφαγών πού πότισαν με αιμα το έδαφος της αυτοκρατορίας, σκοτώθηκαν μερικοί Τούρκοι, ο σχετικός μαθηματικός υπολογισμός δεν θα είναι 50 προς 50, αλλ' ούτε και ένα προς δέκα χιλιάδες. Έκτος απ' αυτό και παρ' όλες τις ατέλειες των Χριστιανών του κόσμου, γενικά η διδασκαλία του Χρίστου τους έχει διορθώσει. Σε όλες τις άλλοτε Οθωμανικές επαρχίες πού επέτυχαν να απαλλαγούν απ' τον Τούρκικο ζυγό — Ουγγαρία, Βουλγαρία, Σερβία, Ελλάδα — έχουν σημειωθεί ελάχιστες περιπτώσεις Τούρκων πού έχουν σφαγεί από Έλληνες (αν έχουν σημειωθεί και καθόλου).
Η συμπεριφορά των Ελλήνων απέναντι στις χιλιάδες των Τούρκων πού κατοικούν στην Ελλάδα, όλο το διάστημα πού γίνονταν οι θηριώδεις σφαγές και όταν η Σμύρνη καιγόταν και οι πρόσφυγες έφταναν σε όλους τους λιμένες της Ελλάδας πληγωμένοι, κακοποιημένοι και κατεστραμμένοι, υπήρξε ένα απ' τα ωραιότερα και θαυμαστότερα κεφάλαια της ιστορίας αυτής της χώρας. Δεν έλαβε χωράν καμμιά αντεκδίκηση. Οι Τούρκοι πού ζούσαν στην Ελλάδα δεν ενοχλήθηκαν καθόλου, ούτε ξέσπασε επάνω στα κεφάλια τους καμμιά θύελλα μίσους η εκδικήσεως. Αυτή είναι μια μεγάλη και ωραία νίκη πού κάτω απ' τις συνθήκες πού έγινε φτάνει το επίπεδο των νικών του Μαραθώνος και της Σαλαμίνος.
Θα ρωτούσε κανείς τί καλύτερο θα μπορούσε να κάνει ένα άλλο Χριστιανικό έθνος; Στην πραγματικότητα η όλη συμπεριφορά της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια των διωγμών των Χριστιανών στην Τουρκία και υστέρα απ' αυτή υπήρξε πάρα πολύ αξιοθαύμαστη, αυτό δε το μαρτυρεί και η συμπεριφορά της ίδιας χώρας απέναντι των Τούρκων αιχμαλώτων πολέμου, και οι φροντίδες της για τις πολλές χιλιάδες προσφύγων πού κατέφυγαν στο έδαφος της. Ξέρω πολύ καλά αυτά πού λέγω, γιατί ήμουν στην Ελλάδα και τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Νομίζω ότι κανένας δεν θα τολμήσει ν' αμφισβητήσει αυτά τα γεγονότα.
Αν οι Έλληνες υστέρα απ' τις σφαγές πού έγιναν στον Πόντο και στη Σμύρνη έσφαζαν όλους τους Τούρκους πού ήταν στην Ελλάδα, ο λογαριασμός μόλις θα ήταν 50 προς 50.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου